- βουβώνας
- οτο μέρος του σώματος ανάμεσα στο μηρό και το υπογάστριο: Πρήστηκε στο βουβώνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βουβώνας — ο και βουβώνα, η (AM βουβών) συνήθως στον πληθ. το μέρος του σώματος ανάμεσα στο ανώτερο τμήμα των μηρών και στα γεννητικά όργανα, η κοιλότητα ανάμεσα στην κοιλιά και στους μηρούς (αρχ. μσν.) πρήξιμο στη βουβωνική χώρα μσν. πανούκλα αρχ. το… … Dictionary of Greek
βουβῶνας — βουβών groin masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούβαστις — Αρχαία πόλη της Αιγύπτου. Ονομάστηκε έτσι από την ομώνυμη θεά της Αιγύπτου, η οποία είχε κεφάλι γάτας και το αιγυπτιακό της όνομα ήταν Μποομπάστη. Η πόλη ήταν χτισμένη στο δέλτα του Νείλου, με ναό της πολιούχου θεάς, και την 3η χιλιετία π.Χ.… … Dictionary of Greek
δερματομυκητίαση — Κάθε δερματική μυκητιασική λοίμωξη. Συνήθως προσβάλλει υγρά σημεία που καλύπτονται από ρούχα, όπως είναι ο βουβώνας. * * * η παρασιτική νόσος τού δέρματος που οφείλεται σε μύκητες … Dictionary of Greek